Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

) όλος ολόκληρος (

  • 1 весь

    весь 1. (вся, всё, все ) όλος ολόκληρος (целиком)' \весь мир όλος ο κόσμος вся неделя όλη η βδομάδα \весь день όλη τη μέρα' всё время όλη την ώρα все мы όλοι μας все вы όλοι σας все они όλοι τους 2. м мн. все όλοι все здесь? όλοι είναι παρόντες;
    * * *
    1. (вся, всё, все)
    όλος; ολόκληρος ( целиком)

    весь мирόλος ο κόσμος

    вся неде́ля — όλη η βδομάδα

    всё вре́мя — όλη την ώρα

    все они́ — όλοι τους

    2. м мн.

    Русско-греческий словарь > весь

  • 2 весь

    весь
    (вся, все, все) мест.
    1. ὀλος, ὁλόκληρος, πάς (πάσα, πἄν):
    \весь день ὅλη τή μέρα, ὁλάκερη μέρα· \весь иаро́д ὀλος ὁ λαός, ὅλος ὁ κόσμος· табак у меня \весь вышел ὅλος ὁ καπνός μου τελείωσε·
    2. все ὅλα, τό πᾶν:
    он о^лся без всего́ Εμεινε θεόγυμνος, δέν τοῦ ἐμεινε τίποτε· это лу́чше всего αὐτό εἶναι τό καλλίτερο ἀπ' ὅλα· всего́ понемногу λίγο ἀπ' ὅλα·
    3. все мн. ὅλοι:
    все за одного́ \весь оди́н за всех ὅλοι γιά τόν ἕνα καί ὁ ἔνας γιά ὅλους·
    4. (целиком, полностью) ὅλος:
    он \весь в поту́ εἶναι καταϊδρωμένος· он \весь в отца εἶναι ἰδιος ὁ πατέρας του· ◊ во вей разг μ'ὅλες τίς δυνάμεις· во всю прыть ὁλοταχώς, μέ ὅλη τήν ταχύτητα· все равно́ а) εἶναι τό ίδιο, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό (равносильно), б) εἶναι ἀδιάφορο (безразлично), в) δ' ὅλα ταύτα, παρ' ὅλα αὐτά (несмотря ни на что)· я все равно́ это сделаю παρ' ὅλα αὐτά θά τό κάνω· мне все равно́ μοῦ εἶναι ἀδιάφορό всего́ хорошего! στό καλό!, γεια χαρά!,ῶρα καλή!

    Русско-новогреческий словарь > весь

  • 3 весь

    [βίες'] αντ όλος ολόκληρος

    Русско-греческий новый словарь > весь

  • 4 весь

    [βίες'] αντ όλος ολόκληρος

    Русско-эллинский словарь > весь

  • 5 весь

    всего α., вся, -ей θ., все, всего, ουδ. πλθ. все, всех, αντων.
    1. όλος, -η, -ο,άπας, -α, -αν•

    весь день όλη τη μέρα•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    вся страна όλη η χώρα•

    все население όλος ο πληθυσμός•

    все люди όλοι οι άνθρωποι•

    со всех сторон από παντού•

    всеми силами με όλες τις δυνάμεις.

    || με σημ. κατηγ. τελειώνω, εξαντλούμαι, ξοδεύομαι•

    молоко-то у нас все το γάλα μας τέλειωσε.

    2. ολόκληρος, όλος• ακέριος•

    он весь в поту είναι κάθιδρος•

    он весь в отца αυτός είναι ίδιος πατέρας, μοιάζει καταπληκτικά τόν πατέρα.

    3. ουσ. ουδ. το παν, τα πάντα, όλα•

    все для победы όλα για τη νίκη•

    для меня ты все για μένα εσύ είσαι το παν.

    4. η γεν. всего, всех με συγκρ. β. επ. κ. επιρ. επέχει θέση υπερθ. β. чаще всего συχνότατα, συνηθέστατα•

    лучше всех καλύτερα απ’ όλους.

    5. Με όλο(ν), όλη•

    во весь голос μ’ ολη τη δύναμη της φωνής•

    изо всех сил μ’ όλες τις δυνάμεις•

    при всем том παρ’ ολ! αυτά, εν τούτοις•

    во всю силу μ’ όλη τη δύναμη.

    εκφρ.
    безκ. безо всего χωρίς τίποτε•
    все равно – το ίδιο κάνει, το ίδιο πράγμα είναι, το ιδιο είναι, ένα και το αυτό• είναι αδιάφορο• είτε έτσι, είτε αλλιώς• και όμως, εν τούτοις, παρ όλ’ αυτά, μ’ όλα ταύτα•
    все одно – το ιδιο είναι•
    все до одного – όλοι ως τον ένα, ως τον τελευταίο•
    весь всего хорошего – (αποχαιρετισμός) στο καλό•
    вот и все – τέλος, φτάσαμε στο τέλος, αυτό ήταν όλο•
    все одноκ. все едино βλ. πιο πάνω•
    все равно• по всему – απ’ όλα (τα σημάδια).
    θ.
    παλ. χωριό.

    Большой русско-греческий словарь > весь

  • 6 круглый

    επ., βρ: кругл, кругла, кругло;
    1. στρογγυλός•

    круглый стол στρογγυλό τραπέζι•

    -ая шляпа στρογγυλό καπέλο.

    || πλήρης, γεμάτος• χοντρός•

    круглый мужчина γεμάτος άντρας•

    -ое лицо στρόγγυλο πρόσωπο.

    2. ολόκληρος, όλος•

    круглый год ολόκληρος χρόνος (ολοχρονίς)•

    круглый день ολόκληρη μέρα (ολημερίς)•

    -ые сутки ολόκληρο εικοσιτετράωρο.

    3. πλήρης• μεγάλης ολκής•

    -дурак πέρα για πέρα βλάκας•

    -ое, невежество πλήρης αμάθεια (αγραμματοσύνη).

    εκφρ.
    отличный
    -ая отличница – άριστος μαθητής, άριστη μαθήτρια• -
    -ая сироте ορφανός από πατέρα και μάνα•
    -ая сумма; -ое состояние – μεγάλο (σεβαστό) ποσό•
    круглый счёт; -ые цифры – στρόγγυλος λογαριασμός, στρόγγυλοι αριθμοί (χωρίς δεκαδικούς)•
    за -ым столом – στο στρογγυλό τραπέζι (με ίσα δικαιώματα)•
    делать -ые глаза – γουρλώνω τα μάτια(παραξενεύομαι, θαυμάζω)•
    учиться на -ые пятёрки – μαθαίνω άριστα (όλο πεντάρια).

    Большой русско-греческий словарь > круглый

  • 7 полный

    επ., βρ: полон κ. παλ. полон, полна, полно.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πλήρης, γεμάτος, μεστός•

    полный стакан воды γεμάτο ποτήρι, νερό•

    стакан полный водой ποτήρι, γεμάτο με νερό•

    все уличы -ы народом όλοι, οι δρόμοι είναι γεμάτοι λαό•

    полный карман деньги ή деньгами γεμάτη τσέπη χρήματα•

    глаза -ые слёз μάτια γεμάτα δάκρυα•

    взгляд полный ненависти ματιά γεμάτη μίσος•

    он полный мечтаний αυτός είναι όλος όνειρα•

    человек полный надежд άνθρωπος όλο ελπίδες•

    -ая победа ολοκληρωτική νίκη•

    -ое разоружение πλήρης αφοπλισμός•

    развить -ую скорость αναπτύσσω όλη την ταχύτητα.

    2. συνεπαρμένος, κυριευμένος, κατειλημμένος.
    3. απεριόριστος, απόλυτος•

    -ая власть πλήρης εξουσία•

    -ая свобода πλήρης ελευθερία.

    4. ολόκληρος•

    полный рабочий день ολόκληρη εργατική μέρα•

    полный метр ολόκληρο μέτρο•, ему -ые сорок лет αυτός έχει γεμάτα τα σαράντα (χρόνια)•

    -ое собрание Пушкина τα άπαντα του Πούσκιν.

    || αρκετά μεγάλος, πολύς•

    были уже -ые сумерки είχε σουρουπώσει πια για τα καλά.

    || όλος, ολικός•

    петь -ым голосом τραγουδώ με όλη τη δύναμη της φωνής•

    -ое затмение луны ολική έκλειψη της σελήνης.

    5. χοντρός, γεμάτος, μεστός• παχύς•

    -ая женщина γεμάτη γυναίκα.

    εκφρ.
    - ая вода – το υψηλότερο σημείο της στάθμης της θάλασσας•
    полный генерал – αντιστράτηγος•
    полный адмирал – ναύαρχος•
    - ые прилагательные – πλήρη επίθετα (σε αντίθεση με τα βραχέα)•
    - ая чаша – σπίτι πλούσιο, με όλα τα καλά (αγαθά)•
    -ым голосом (сказать, заявитьκ.τ.τ.) ανοιχτά, βροντόφωνα (λέγω, δηλώνω)•
    полным-голом – υπερπλήρης, κατάκορος, καταγεμάτος.

    Большой русско-греческий словарь > полный

См. также в других словарях:

  • όλος — και ούλος, η, ο (ΑΜ ὅλος, η, ον, Α ιων. τ. οὖλος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει στο σύνολό του, σύμπας, ολόκληρος, ακέραιος (α. «όλη την ημέρα δούλευα» β. «ὕπαρχος ἄλλων δεῡρ ἔπλευσας, οὐχ ὅλων στρατηγός», Σοφ.) 2. πλήρης, ακέραιος, ατόφιος, («ὅλος …   Dictionary of Greek

  • όλος — η, ο 1. για ποσότητα, μέγεθος, όγκο, έκταση, ολόκληρος: Όληη παραγωγή καταστράφηκε. 2. για πλήθος προσώπων ή πραγμάτων, όλοι μαζί, χωρίς εξαίρεση: Όλατα ζωντανά πεθαίνουν. 3. ως προσδιορισμός με το άρθρο, ο όλος, η όλη, το όλο συνολικός, ολικός:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ολόκληρος — η, ο (ΑΜ ολόκληρος, ον) 1. αυτός που έχει πλήρη όλα τα μέρη του, άρτιος, πλήρης, συνολικός, ακέραιος («εἰς μακρὸν γῆρας ἀφικέσθαι ἐν ὑγιαινούσῇ τῆ ψυχῇ καὶ ὁλοκλήρῳ τῷ σώματι», Λουκιαν.) 2. μεγάλος, σημαντικός, αξιόλογος («έχασε στα χαρτιά… …   Dictionary of Greek

  • πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… …   Dictionary of Greek

  • άπας — άπασα, άπαν (AM ἅπας ( ντος), ἅπασα, ἅπαν) όλος, ολόκληρος, όλος μαζί, πληθ. όλοι, όλοι μαζί νεοελλ. φρ. 1. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άπαντα όλα τα έργα ενός συγγραφέα ως σύνολο 2. «εξ άπαντος» οπωσδήποτε, χωρίς άλλο 3. «στον αιώνα τον άπαντα»… …   Dictionary of Greek

  • επίπας — ἐπίπας, ασα, αν (Α) [πας] όλος, ολόκληρος, σύμπας …   Dictionary of Greek

  • πρόπας — πασα, παν, Α 1. όλος, ολόκληρος (α. «πρόπαν ἦμαρ», Ομ. Ιλ. β. «πρόπασα χώρα», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρόπαν τελείως, ολοσχερώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πᾶς, πᾶσα, πᾶν] …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • όσος — η, ο (ΑΜ ὅσος, η, ον, Α επικ. ὅσσος, αιολ., λεσβ. τ. ὄσσος, κρητ. τ. ὄζος, και σε επιγρ. ὄττος, η, ον) (αναφ. αντων.) 1. ίδιος κατά ποσότητα, πλήθος, αριθμό, βάρος, χρονική διάρκεια, απόσταση, ισχύ κ.λπ. με κάποιον άλλο (α. «έχω τόσα χρήματα όσα… …   Dictionary of Greek

  • ԱՄԷՆ — I. (ամենի, ից) NBH 1 0069 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 9c, 10c, 11c, 12c ա. Նոյն ընդ համայն, եւ ամենայն, որ յերկուց անտի ծագէ. πᾶς omnis, quvis, universus, ὄλος, ὀλόκληρος totus ամմէն, բոլոր. ... *Ամէն ամենազան… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԲԱՒԱՆԴԱԿ — ( ) NBH 1 478 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 9c, 12c ա. որ եւ ԲՈՎԱՆԴԱԿ. գրի եւ ԲԱՒԸՆԴԱԿ. ((ի բառէս Բաւ, իբր եզր, չափ. որպէս թէ՝ ամենայն սարօք.) ὄλος, ὀλόκληρος totus, integer Բոլոր. ողջոյն. անթերի. համօրէն. կատարեալ,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»